- ἐπιφάσκων
- ἐπί-φάσκωsaypres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιφάσκω — ἐπιφάσκω (Α) 1. ισχυρίζομαι, διαβεβαιώνω, υπόσχομαι («οἱ τὴν δέσποιναν ἐπιφάσκοντες ἰᾱσθαι», Ευσ.) 2. (με έναρθρο επίθ.) προσποιούμαι, παριστάνω, υποκρίνομαι («ἐπιφάσκων τὸν πάνυ πλούσιον», Φίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φάσκω, παράλλ. τ. τού φημί… … Dictionary of Greek